Oι ένορκες βεβαιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια μετά το Ν. 4335/2015 – Α΄ μέρος

Γράφει ο

ΣΙΜΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ

Τα βασικά χαρακτηριστικά και ερμηνευτικά προβλήματα σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια μετά το Ν. 4335/2015. Α΄ μέρος: έννοια, χαρακτηριστικά και αποδεικτική χρησιμότητα των ενόρκων βεβαιώσεων.

Τελευταία ενημέρωση με διορθώσεις-προσθήκες: 11.3.2016

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της τακτικής διαδικασίας στα πολιτικά δικαστήρια, όπως διαμορφώνεται μετά το Ν. 4335/2015, είναι ο έγγραφος χαρακτήρας της. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί μια και καλή το καρκίνωμα των αναβολών, που έχει ριζώσει βαθιά στη δικαστηριακή πρακτική, ο νομοθέτης προσπαθεί να χτυπήσει τη ρίζα του, που φαίνεται να εντοπίζει στην προφορικότητα της διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό η εμμάρτυρη απόδειξη, κατεξοχήν γνώρισμα της προφορικότητας, περιορίζεται δραστικά. Οι εναλλακτικές της που διέθετε ο νομοθέτης εκφράζουν αμφότερες την προπαρασκευή του αποδεικτικού υλικού πριν τη δικάσιμο της υπόθεσης και ήταν είτε η επαναφορά της διεξαγωγής αποδείξεων ενώπιον εισηγητή δικαστή είτε η ενίσχυση των ενόρκων βεβαιώσεων. Με την πρώτη επιλογή να έχει αποτύχει παταγωδώς ιστορικά, η δεύτερη αποτελούσε μονόδρομο. Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης αντικατέστησε τη μέχρι τότε διάσπαρτη και αποσπασματική ρύθμιση (προϊσχ. ΚΠολΔ 270 § 2 εδ. β΄ & γ΄, 650 § 1 in f., 671 § 1 § 1 in f.) με νέα, ενιαία και συστηματικά οργανωμένη, που εισήγαγε με το άρθ. δεύτερο § 3 του άρθ. 1 καλά διαβάσατε, το άρθρο υποδιαιρείται σε … άρθρο Ν. 4335/2015 και συνίσταται στα ΚΠολΔ 421-424. Αν και η νέα ρύθμιση είναι αμφίβολο κατά πόσο υπερέχει της παλαιάς σε σαφήνεια και πληρότητα, η καλύτερη οργάνωση του νομοθετικού υλικού συνεισφέρει στην ερμηνεία του.

Το παρόν άρθρο δεν διεκδικεί δάφνες εξαντλητικής και πλήρως τεκμηριωμένης διά παραπομπών ερμηνείας. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η έννοια, τα χαρακτηριστικά, η αποδεικτική χρησιμότητα των ενόρκων βεβαιώσεων.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ

Στο δεύτερο μέρος αναλύονται από τις επιμέρους ρυθμίσεις όσες αφορούν τον αριθμό και τα διαδικαστικά ζητήματα εκτός του περιεχομένου τους. Στο τρίτο μέρος αναλύεται η αίτηση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης και το περιεχόμενο της τελευταίας, καθώς και το ζήτημα της υποχρεωτικής ή μη παράστασης δικηγόρου. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος θα εξεταστούν οι συνέπειες παράβασης των διατάξεων και οι συνέπειες του νέου νομοθετικού καθεστώτος.

Έννοια και χαρακτηριστικά

Ο νομοθέτης επιλέγει και πάλι τη διαδεδομένη και διόλου αδόκιμη λύση να μη διατυπώσει ορισμό επιτρέποντας τη συναγωγή του από τις σχετικές ρυθμίσεις. Με βάση αυτές, ένορκη βεβαίωση χαρακτηρίζεται το δημόσιο έγγραφο που προέρχεται από ορισμένη δημόσια αρχή (ΚΠολΔ 421, «… ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. ..») και περιέχει μαρτυρική κατάθεση (ΚΠολΔ 421, «.. του μάρτυρα») που λαμβάνεται χωρίς την υποβολή ερωτήσεων (εξ αντιδιαστολής ΚΠολΔ 423 § 1, συνδ. ΚΠολΔ 422 § 2 & 409 § 3).

Βασικό χαρακτηριστικό της ένορκης βεβαίωσης και ειδοποιός της διαφορά από τη συνήθη μαρτυρική κατάθεση δεν είναι τόσο ο έγγραφος χαρακτήρας, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Η μαρτυρική κατάθεση στο ακροατήριο λαμβάνει έγγραφη αποτύπωση (ΚΠολΔ 410), όπως και καθετί άλλο λαμβάνει χώρα στη διαδικασία ενώπιον ακροατηρίου (ΚΠολΔ 256 § 1 περ. δ΄), συμπεριλαμβανομένων της πραγματογνωμοσύνης, της εξέτασης των διαδίκων και της αυτοψίας επ’ ακροατηρίου (ΚΠολΔ 359 § 1 περ. α΄), με αποτέλεσμα η δίκη να μην είναι κατά βάση προφορική στη διεξαγωγή της, όπως εσφαλμένως υποστηρίζεται, αλλά έγγραφη. Από τη στιγμή που η απόφαση συντάσσεται εγγράφως (ΚΠολΔ 304 & 306 § 1) μετά τη σχετική συζήτηση (ΚΠολΔ 300) και φέρει αιτιολογία (ΚΠολΔ 305 αριθ. 5, προϊσχ. ΚΠολΔ 305 αριθ. 4), η τελευταία, αναγκαστικά, αποτελεί την έκθεση ενός λογικού συλλογισμού όχι στη βάση φευγαλέων εντυπώσεων, αλλά συγκεκριμένων αποδεικτικών λόγων, που προκύπτουν από τη σχετική τεκμηρίωση. Η αναγκαιότητα της συσχέτισης της αιτιολογίας με την αντίστοιχη έγγραφη αποτύπωσή της είναι που ανάγει σε αναιρετικούς λόγους, δηλ. λόγους ελέγχου σε κάθε περίπτωση ως νομικά ζητήματα, τις πλημμέλειες της απόφασης σχετικά με την ύπαρξη ή μη των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΚΠολΔ 559 αριθ. 8 & 560 αριθ. 5, ΚΠολΔ 559 αριθ. 10 & 11). Αυτό που διαφοροποιεί την ένορκη βεβαίωση από τη μαρτυρική κατάθεση είναι η μονομερής διαμόρφωσή της από τον καταθέτοντα, χωρίς συμβολή με ερωτήσεις ούτε καν από αυτόν που τον εξετάζει, λόγος για τον οποίο μοιάζει με πιστοποίηση και δικαιολογεί την ονομασία της.

Αποδεικτική χρησιμότητα

Η μονομέρεια της διαμόρφωσης της ένορκης βεβαίωσης σε συνδυασμό με την ανεύρεση των μαρτύρων από τον ενδιαφερόμενο διάδικο στο πλαίσιο του συζητητικού συστήματος (ΚΠολΔ 106) και η δικαστηριακή πρακτική της προδιατύπωσης του κειμένου της ένορκης βεβαίωσης έχει οδηγήσει πολλούς στην αμφισβήτηση της αποδεικτικής της αξίας με το επιχείρημα της διευκόλυνσης της ψευδορκίας, που κατ’ αυτούς καταρρίπτεται στην εξέταση επ’ ακροατηρίου. Ωστόσο, η θέση αυτή πάσχει από πλευράς τεκμηρίωσης.

Τα νομολογιακά δεδομένα δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ψευδορκίας λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο των κλασικών μαρτυρικών καταθέσεων, κάτι ασυμβίβαστο με τη φερόμενη αποδεικτική μειονεξία των ενόρκων βεβαιώσεων[1].

Δυνατότητα επηρεασμού του μάρτυρα υπάρχει κατεξοχήν στη διαδικασία στο ακροατήριο, όπου ο συνήγορος του διαδίκου που τον καλεί μπορεί να τον κατευθύνει με υποβολιμαίες ερωτήσεις, πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη. Προς αντίκρουση αυτού υποστηρίζεται ότι η δυνατότητα ελέγχου του μάρτυρα είναι μεγαλύτερη στις ένορκες βεβαιώσεις, καθώς εκεί η προδιατύπωση επιτρέπει στον πληρεξούσιο δικηγόρο κυριολεκτικά να βάζει στο στόμα του μάρτυρα αυτά που θέλει ο ίδιος.

Η αποδοκιμασία των ενόρκων βεβαιώσεων ως φύσει ψευδών απορρέει από τη διαδεδομένη αντίληψη, ιδίως μεταξύ μεσηλίκων δικηγόρων του περασμένου αιώνα, ότι και στη δικηγορία «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» ή, με άλλα λόγια, ότι μπορεί να ασκείται χωρίς ιδιαίτερους νομικούς ή ηθικούς φραγμούς. Πέραν του ευτελούς της θέσης αυτής και της έλλειψης επαγγελματισμού όσων την ασπάζονται, η υιοθέτησή της καταδεικνύει περισσότερο την απουσία αποτελεσματικής εποπτείας στον κύκλο των δικηγόρων, με ευθύνη των επιφορτισμένων σε αυτήν σε κάθε επίπεδο, παρά το εγγενές ελάττωμα του αποδεικτικού μέσου. Για όσους θεωρούν ότι ο δικηγόρος θα παρανομήσει ίσαμε εκεί που μπορεί χωρίς να αποκαλύπτεται, ανεξαρτήτως του ότι τον υποβιβάζουν – ενδεχομένως και τους ίδιους – σε έναν εκ πεποιθήσεως επαγγελματία στρεψόδικο, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι εξίσου πρόσφορα μέσα για τη μη απονομή του δικαίου είναι οι ψευδείς ισχυρισμοί, η απόκρυψη εγγράφων, ιδίως των μοναδικών ή των σχετικά απρόσιτων, και οι ψευδείς εξηγήσεις των διαδίκων. Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο ότι στην ίδια αντίληψη οφείλεται η διάδοση της απάτης επί δικαστηρίου και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, πολλές φορές με συμμετοχή δικηγόρων.

Ότι οι εν λόγω επίορκοι κατ’ όνομα λειτουργοί μένουν ατιμώρητοι από τα πειθαρχικά όργανα μέχρις ότου καταδικαστούν αμετάκλητα είναι ενδεικτικό της διάθεσης των ιθυνόντων για την εφαρμογή της επαγγελματικής δεοντολογίας, ακόμη και στις πλέον προφανείς περιπτώσεις. Η ατιμωρησία, όμως, των εμπλεκόμενων με ένα αποδεικτικό μέσο και η δυνατότητα αλλοίωσής του δεν είναι λόγος αποκλεισμού του. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα έπρεπε καν να διεξάγονται δίκες, αφού και τα έγγραφα είναι δεκτικά πλαστογραφίας και οι πραγματογνώμονες μπορούν να ψευσθούν, περιστατικά για το οποία ουκ ολίγοι καταδικάστηκαν. Το πραγματικό πρόβλημα στις ένορκες βεβαιώσεις για όσους τις αποδοκιμάζουν βρίσκεται αλλού.

Η εισαγωγή των ενόρκων βεβαιώσεων ως βασικού τρόπου διεξαγωγής των μαρτυρικών καταθέσεων αποκλείει τις αναβολές, τόσο με πρόσχημα την αδυναμία των μαρτύρων όσο και με σκοπό την ταλαιπωρία των αντίστοιχων του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης αναβαθμίζεται, διότι αποτρέπεται ο κίνδυνος ερωτήσεων παραπειστικών, άσκοπων ή εκτός θέματος, που ναι μεν απαγορεύονταν (ΚΠολΔ 409 § 3), αλλά ήταν άκρως διαδεδομένες στην πράξη κι οδηγούσαν σε χρονοτριβή. Η ευθύνη του μάρτυρα αυξάνεται: ο χρόνος περίσκεψης, αυξημένος στην έγγραφη κατάστρωση της κατάθεσής του, δεν δικαιολογεί την επίκληση παρεξηγήσεων στην κατανόηση του ζητήματος ή επιπόλαιων απαντήσεων λόγω έλλειψης του αναγκαίου χρόνου σκέψης, η δε εύλογη απαίτηση για ακριβολογία εκ των πραγμάτων γίνεται εντονότερη. Η αυξημένη ευθύνη του μάρτυρα περιορίζει τον κίνδυνο ψευδομαρτύρων, αφού κατά την κοινή πείρα ευκολότερα κανείς συναινεί στην προφορική κατάθεση, συνδέοντάς την με κάτι το εφήμερο και φευγαλέο, παρά στην έγγραφη δέσμευση που, ως τέτοια, οδηγεί σε διαρκή δέσμευση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Νομολογιακή έρευνα της 16.2.2016 στη βάση δεδομένων Nomos με αναζήτηση νομολογίας καταχωρημένης υπό τη διάταξη για την ψευδορκία (ΠΚ 224). Σύνολο αποφάσεων 904. εξειδίκευση με κριτήριο «ένορκ*»[η] «βεβαίω*»[ση], αποφάσεις 236, δηλ. 26,1% του συνόλου.

2 σκέψεις σχετικά με το “Oι ένορκες βεβαιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια μετά το Ν. 4335/2015 – Α΄ μέρος”

Τα σχόλια έχουν κλείσει.